- στεφανίτης
- ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, -ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Ανεοελλ.1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή μαζών, σε μικρές ποσότητες σε πολλές φλέβες αργύρου2. φρ. «στεφανίτης εγκεντρισμός» — τρόπος εμβολιασμού τής ελιάςμσν.-αρχ.1. (για πρόσ. και κυρίως για άρχοντες ή νικητές αγώνων) αυτός που φορεί στέφανο, στεφανωμένος2. εκκλ. μάρτυρας που φέρει το στέφανο τής νίκης από τη μάχη του με το κακόαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο ή αυτός που αποτελείται από στέφανο2. (για αγώνα) αυτός κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο στέφανος («τοὺς στεφανίτας ἀγῶνας νικᾱν», Ξεν.)3. το θηλ. α) είδος αμπέλουβ) φρ. i) «ἡ στεφανῑτις ραφή» — η στεφανιαία ραφήii) «στεφανίτης φόρος» (στην Αίγυπτο) ο φόρος τού στεφάνου, δηλ. το χρηματικό ποσό το οποίο δινόταν σε ανώτατο άρχοντα ή και σε βασιλικό ευνοούμενο και το οποίο ήταν επιβεβλημένο από το κράτος ως φόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλαμ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.